- χαρτωσιά
- η взятка (в картах);
§ δεν πιάνεις χαρτωσιά κοντά του — ты ему в подмётки не годишься
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δεν πιάνεις χαρτωσιά κοντά του — ты ему в подмётки не годишься
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτωσιά — η 1. τα τραπουλόχαρτα που κερδίζουν στο χαρτοπαίγνιο, η μπάζα: Δεν έπιασε χαρτωσιά. 2. φρ., «Μπροστά του δεν πιάνει χαρτωσιά», δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτωσιά — η, Ν 1. (στο χαρτοπαίγνιο) το σύνολο τών χαρτιών που μαζεύει ο παίκτης με ένα μόνον χαρτί, μπάζα 2. φρ. «δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά σου» είναι πολύ κατώτερός σου, δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρτωσ τού αορ. χάρτωσ α τού ρ … Dictionary of Greek
μπάζα — (I) η 1. κέρδος, ιδίως αθέμιτο 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτιά που κερδίζει κανείς σε έναν γύρο σε ορισμένα παιχνίδια με την τράπουλα, χαρτωσιά («πήρα πέντε μπάζες») 3. φρ. α) «δεν πιάνω μπάζα (μπροστά του)» δεν αξίζω τίποτε (σε σύγκριση με αυτόν) β) … Dictionary of Greek